- δικότυλος
- -η, -ο (Α δικότυλος, -ον)νεοελλ.1. (για φυτά) δικοτυλήδονος2. το αρσ. ως ουσ. ο δικότυλοςγένος θηλαστικών τής οικογένειας τών συϊδώναρχ.1. αυτός που έχει δύο σειρές κοτυληδόνων2. αυτός που έχει χωρητικότητα δύο κοτυλών3. το ουδ. ως ουσ. το δικότυλονμέτρο χωρητικότητας ίσο με δύο κοτύλες.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κοτύλη «μέτρο χωρητικότητας»].
Dictionary of Greek. 2013.